- χόρδευμα
- χόρδ-ευμα, ατος, τό,A sausage, blackpudding, Ar.Eq.315.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χόρδευμα — εύματος, τὸ, Α [χορδεύω] το αποτέλεσμα τού χορδεύω … Dictionary of Greek
χορδεύματα — χόρδευμα sausage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)